- ἔνοινα
- ἔνοινοςfull of wineneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένοινος — ἔνοινος, ov (Α) [οίνος] 1. αυτός που περιέχει οίνο («τὰ ἔνοινα τῶν βοτρύων» τα κρασοστάφυλα, Λόγγ.) 2. ένσπονδος*, περιλαμβανόμενος στις σπονδές, στην ανακωχή ή στη συνθήκη ειρήνης … Dictionary of Greek